σκυλοκέφαλος

σκυλοκέφαλος
ο, Ν
1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι
(λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν πέρα από τις Ινδίες
β) μυθικό φύλο περίεργων όντων, που από εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι και τα οποία, κατά μία ερμηνεία, αποτελούν αλληγορική εικόνα τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι φανερά προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην πραγματικότητα απεργάζονται το κακό εκείνων που τούς πιστεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκυλοκέφαλος — η, ο αυτός που έχει κεφάλι που μοιάζει με το κεφάλι του σκυλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”